κολλαγονάση

κολλαγονάση
η
(βιοχ.) πρωτεολυτικό ένζυμο το οποίο ανακαλύφθηκε σε πάσχοντες από ρευματική πολυαρθρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. collagenase < collagen (coll[a]- < κόλλα) + -gen (< γαλλ. -gene < -γενής < γένος < γίγνομαι) + -ase (< diastase, κατ' απόσπαση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”